- τιτθεια
- τιτθείαἡ кормление грудью Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τιτθεία — τιτθείᾱ , τιτθεία nursing fem nom/voc/acc dual τιτθείᾱ , τιτθεία nursing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθεία — ἡ, Α [τιτθεύω] η επιμέλεια τής ανατροφής κάποιου … Dictionary of Greek
τιτθείας — τιτθείᾱς , τιτθεία nursing fem acc pl τιτθείᾱς , τιτθεία nursing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθείαν — τιτθείᾱν , τιτθεία nursing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)